- καθιλαρύνω
- καθιλαρύνω (Α)(επιτατ. τού ιλαρύνω*) ευχαριστώ, ευφραίνω, φαιδρύνω κάποιον, χαροποιώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἱλαρύνω (< ἱλαρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθιλαρύνω — καθῑλαρύ̱νω , κατά ἱλαρύνω gladden aor ind mid 2nd sg καθιλαρύ̱νω , κατά ἱλαρύνω gladden aor subj act 1st sg καθιλαρύ̱νω , κατά ἱλαρύνω gladden pres subj act 1st sg καθιλαρύ̱νω , κατά ἱλαρύνω gladden pres ind act 1st sg καθιλαρύ̱νω , κατά… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)